- τσιμεντοκονία
- ημείγμα από τσιμέντο και άμμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιμεντοκονία — η, Ν το τσιμεντοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμέντο + κονία] … Dictionary of Greek
μακαντάμ — και μακαδάμ, το λιθόστρωτο επίστρωμα πάνω στο οποίο χύνουν τσιμεντοκονία … Dictionary of Greek
τσιμεντοκονίαμα — το, ατος επίχριση με τσιμεντοκονία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)